- ἀτιτάλλω
- ᾰτῐτάλλω1 bring up, rear γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων sc. Cheiron N. 3.58
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀτιτάλλω — rear pres subj act 1st sg ἀτιτάλλω rear pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιτάλλω — ἀτιτάλλω (Α) 1. ανατρέφω, ανασταίνω, μεγαλώνω 2. περιποιούμαι κάποιον 3. αποπλανώ, παρασύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αταλός*, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek
ἀτιτάλλει — ἀτιτάλλω rear pres ind mp 2nd sg ἀτιτάλλω rear pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιτάλλουσι — ἀτιτάλλω rear pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀτιτάλλω rear pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιταλλομένην — ἀτιτάλλω rear pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιταλλέμεναι — ἀτιτάλλω rear pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιταλλόμεναι — ἀτιτάλλω rear pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιταλλόμενοι — ἀτιτάλλω rear pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιταλλόμενος — ἀτιτάλλω rear pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιτάλλειν — ἀτιτάλλω rear pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιτάλλεις — ἀτιτάλλω rear pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)